- κακογραμμένος
- -η, -οβλ. κακογράφω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κακογράφω — και κακογραφώ (Μ κακογραφῶ, έω) (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) κακογραμμένος, η, ο(ν) κακότυχος, άτυχος, κακορίζικος, κακόμοιρος («τρεις αδελφάδες ήμαστε, κι οι τρεις κακογραμμένες», Πολίτ.) νεοελλ. 1. γράφω δυσανάγνωστα ή ακαλαίσθητα, έχω κακό… … Dictionary of Greek
κακόγραφος — κακόγραφος, ον (AM) κακογραμμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + γραφος*, πρβλ. αυτό γραφος, νεό γραφος, ομοιό γραφος (βλ. και κακογράφος)] … Dictionary of Greek
ξενιτειά — Ο ξένος τόπος, το να ζει κανείς σε ξένο τόπο. Την ξ., τα δημοτικά τραγούδια και τα νεότερα λαϊκά, τη θεωρούν βαρύτερη και από το θάνατο. Ο όρος προέρχεται από τη λόγια λέξη ξενιτεία. Υπάρχει άλλωστε και μεταβυζαντινό στιχούργημα περίπου 550… … Dictionary of Greek
κακογράφω — κακόγραψα, κακογραμμένος, έχω κακό γραφικό χαρακτήρα, γράφω δυσανάγνωστα: Το κείμενο αυτό είναι κακογραμμένο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)